- κλονοκάρδιος
- κλονο-κάρδιος, ον,A heart-stirring, epith. of the thunderbolt, Orph.H.19.8 (cj. Steph. pro χρονοκάρδιος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλονοκάρδιος — κλονοκάρδιος, ον (Α) (για τον κεραυνό) αυτός που ταράζει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλόνος + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, χαλκεο κάρδιος] … Dictionary of Greek
κλονοκάρδιον — κλονοκάρδιος heart stirring masc/fem acc sg κλονοκάρδιος heart stirring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek